- τσίλιντρο
- το, Νψηλό καπέλο, ημίψηλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cilindro «είδος καπέλου» < κύλινδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλακ — το ψηλό κυλινδρικό ανδρικό καπέλο επίσημης στολής το οποίο μπορεί με εσωτερικά ελατήρια να συμπτύσσεται σε πλάκα, αλλ. τσιλίντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. claque, προϊόν ονοματοποιίας] … Dictionary of Greek